αμετάκλητος

αμετάκλητος
-η, -ο (Α ἀμετάκλητος, -ον) [μετακαλῶ]
νεοελλ.
αυτός που δεν ανακλήθηκε ή δεν είναι δυνατό να ανακληθεί, ανέκκλητος, οριστικός
αρχ.
αυτός που δεν είναι δυνατό να τόν αναστείλει, να τόν εμποδίσει κανείς, ακράτητος, ακατάσχετος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμετάκλητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ανακαλείται: Η απόφασή του ήταν αμετάκλητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμετάκλητον — ἀμετάκλητος irrevocable masc/fem acc sg ἀμετάκλητος irrevocable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετακλήτου — ἀμετάκλητος irrevocable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετακλήτων — ἀμετάκλητος irrevocable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέκκλητος — η, ο (Α ἀνέκκλητος, ον) αρχ. εκείνος εναντίον του οποίου δεν έχει γίνει ένσταση, απρόσβλητος νεοελλ. (για απόφαση) αμετάκλητος, τελεσίδικος, οριστικός …   Dictionary of Greek

  • αναθέτητος — η, ο αυτός που δεν αθετήθηκε ή δεν αθετείται, αμετάκλητος, ανέκκλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αθετώ] …   Dictionary of Greek

  • τελειωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. τελικός, ολοκληρωτικός: Του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. 2. οριστικός, αμετάκλητος: Τελειωτική απόφαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”